ΑΠΟ  ΕΝΑ  ΚΟΥΝΕΛΙ  ΣΤΗ …..ΒΙΒΛΟ

 

 

«Θα είναι μεγάλη έκπληξη στο γιο του Ιεροκήρυκα, όταν έλθει να δει τα κουνέλια του, να βρει ότι λείπει ένα απ' αυτά και μάλιστα το ωραιότερο. Θα μάθει έτσι, άλλη φορά να μην κά­νει τον πρώτο στην τάξη, ούτε τον μικρό άγιο».

Αυτά σκεφτόταν ο Γιάννης, καθώς έβαζε το χέρι του στο μισάνοιχτο κλουβί. Όταν έκρυψε το ζώο κάτω από το παλτό του, αισθάνθηκε πιο ξελαφρωμένος απ' το άχτι του. Ρί­χνοντας ένα φοβισμένο βλέμμα γύρω του, το σκάσε αθόρυβα απ' το μικρό μονοπάτι που έβγαζε πίσω από το σπί­τι. Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά κι έτσι το αγόρι ήταν σίγουρο πως κανένας δεν τον είχε δει.

Με το κεφάλι σκυφτό και τη λεία του σφιχτά πάνω στο στήθος του, μό­λις που κατάφερε να μην πέσει πάνω στην ψηλή σιλουέτα που εμφανίστη­κε μπροστά του.

Ο ιεροκήρυκας γύριζε εκείνη την ώρα από μια επίσκεψη. Κι η έκπληξη του ήταν μεγάλη, όταν βρέθηκε μπρο­στά στο αγόρι που το παλτό του ήταν παράξενα φουσκωμένο... Ο Γιάννης δεν είχε τίποτα να πει για να υπερα­σπιστεί τον εαυτό του. Έτσι δεν άνοι­ξε το στόμα του καθόλου. Ο ιεροκή­ρυκας πήρε το φοβισμένο ζώο και το

έβαλε στο κλουβί του- ύστερα αγκά­λιασε τον ώμο του Γιάννη και τον συ­νόδευσε ως το σπίτι του.

Την ώρα του βραδινού φαγητού, ο ιεροκήρυκας διηγήθηκε το περιστα­τικό στην οικογένεια του. Τους είπε πως συναντήθηκε με τον Γιάννη και τη συζήτηση που είχε με τους γονείς του αγοριού.

Ο Γιάννης δεν είχε φίλους. Οι γο­νείς του ήταν φτωχοί και ξένοι κι οι βαθμοί του στο σχολείο ήταν πολύ κακοί. Ήθελε να βρει κάποια δουλεία για τις ελεύθερες ώρες του, για να κερδίσει λίγα χρήματα για το σπίτι, αλλά δεν έβρισκε πουθενά. Κανείς δεν εμπιστευόταν αυτό το αγόρι που δεν είχε και τόσο καλή φήμη.

Όλοι παρακολουθούσαν έκπληκτοι την διήγηση του ιεροκήρυκα κι όταν τελείωσε, παρέμειναν σιωπηλοί. Ο Ιά­κωβος σκεφτόταν. Καταλάβαινε τώ­ρα γιατί ο Γιάννης απαντούσε με μί­σος στα ευγενικά του λόγια. Ο συμ­μαθητής του...τον ζήλευε. Ζήλευε τους καλούς του βαθμούς, τους κα­λούς του τρόπους και κυρίως τα χρή­ματα που κέρδιζε ανατρέφοντας κου­νέλια. Ο Ιάκωβος κατάλαβε ακόμη ότι ο Γιάννης ήθελε να τον εκδικηθεί, κλέβοντας ένα από τα ζώα του!

Πατέρα, σκέφθηκα κάτι, είπε τε­λικά. Αν πρότεινα στον Γιάννη να με βοηθήσει στη φροντίδα των κουνε­λιών... Ίσως αυτό του δείξει, πως δεν του κρατώ κακία. Και μετά θα μοιρα­ζόμαστε τα χρήματα που θα κερδί­ζουμε από τα ζώα που θα πουλάμε τα Χριστούγεννα. Έτσι θα μπορέσει κι ο Γιάννης να κερδίσει λίγα χρήμα­τα για τις γιορτές. Τι νομίζεις;

Συγκινημένος από τη γενναιοδωρία του γιου του, ο ιεροκήρυκας δεν απά­ντησε αμέσως. Σκεφτόταν, μήπως ο Ιάκωβος μετάνιωνε αργότερα γι' αυ­τή την απόφαση του.

Ξέρω τι σκέπτεσαι πατέρα, συνέ­χισε το αγόρι, αλλά δεν νομίζω ότι θα μετανιώσω γι' αυτό. Αυτή τη βδο­μάδα μάθαμε στο Κυριάκο, το εδάφιο Α' Πέτρου γ:9. Είναι λοιπόν μια ευκαι­ρία να βάλω σ' εφαρμογή τον Λόγο του Θεού.

Ο ιεροκήρυκας πήρε τη Βίβλο του, βρήκε το εδάφιο και διάβασε: «Να μην ανταποδίδετε κακό στο κακό ή βρισιά στη βρισιά, αλλά αντίθετα να ευλογείτε».

Το ίδιο βράδυ ο ιεροκήρυκας κι ο γιος του, πήγαν μαζί στο σπίτι του Γιάννη για να του προτείνουν την συν­εργασία τους. Ο Γιάννης κοιτάζοντας τον συμμαθητή του με καχυποψία, στην αρχή αρνήθηκε. Μετά γοητευ­μένος από την ιδέα του χρήματος και μπρος στην επιμονή του «εχθρού» του, κάμφθηκε και υποσχέθηκε να πάει την επόμενη μέρα, για να στα­θεί το καινούργιο του επάγγελμα. Ό­σο για τους γονείς του, που περίμε­ναν να καταφθάσει η αστυνομία, δεν έπαψαν να ευχαριστούν τον Ιάκωβο και τον πατέρα του για την καλοσύνη τους.

Ο Γιάννης αποδείχτηκε ευσυνείδη­τος και ικανός και δεν έλειψε ούτε μια μέρα από την δουλειά του. Ήδη ο Δεκέμβρης έφτανε και οι πελάτες του Ιάκωβου άρχισαν να δίνουν τις παραγγελίες τους. Τα δυο αγόρια λο­γάριαζαν τι θα κέρδιζαν από τις πω­λήσεις και ο γιος του ιεροκήρυκα δεν αισθανόταν καθόλου λυπημένος που θα μοιραζόταν τα κέρδη με τον Γιάν­νη. Αντίθετα χαιρόταν γιατί είχε αντα­μειφθεί η θυσία του, με την αλλαγή που είχε γίνει στον συμμαθητή του. Τον φίλο του, τώρα πια.

Κάθε βράδυ, αφού τελείωναν με την φροντίδα των κουνελιών, τα δυο αγόρια κάθονταν στο δωμάτιο του Ιά­κωβου και μελετούσαν μαζί τη Βίβλο και τα μαθήματα τους. Έτσι ο Γιάν­νης πήγαινε στο σχολείο χωρίς να χει πια τον φόβο της εξέτασης. Οι βαθμοί του ολοένα καλυτέρευαν.

Λίγες μέρες πριν από τα Χριστού­γεννα, ο Γιάννης και ο Ιάκωβος αφού είχαν τελειώσει τη μελέτη τους, συ­ζητούσαν για μια ακόμη φορά τα κέρ­δη τους.

Σε λίγο θα ’χω αρκετά χρήματα για ν' αγοράσω κασετόφωνο, έλεγε ο Ιάκωβος.

Εγώ, συμπλήρωσε ο Γιάννης, πρέπει να δώσω όλο το ποσόν στους γονείς μου, γιατί έχουν πολλές ανά­γκες. Όμως...θα ήθελα...ν' αγοράσω και για μένα κάτι, αποτελείωσε κο­μπιάζοντας.

Σαν τι δηλαδή; ρώτησε ο Ιάκωβος

Να, θα ήθελα...μια Βίβλο. Ξέρεις από τότε που μου εξήγησες γιατί μου ανταπόδωσες το κακό με το καλό, θέλω πραγματικά να διαβάσω προ­σωπικά αυτό το βιβλίο. Κοστίζει πολύ άραγε;

Δεν θα κοστίσει τίποτα για σένα, είπε ο Ιάκωβος. Θα ζητήσω από τον πατέρα μου να σου δώσει μία. Και... χαίρομαι Γιάννη, που αποφάσισες να τη ζητήσεις μόνος σου. Κι αν τη δια­βάσεις με πίστη, θα δεις πόσα πολλά πράγματα ο Θεός θα σου δείξει.

Ο Γιάννης ένιωθε πολύ χαρούμε­νος. Αγκάλιασε τον φίλο του κι είπε:

Συγχώρεσε με που σε ζήλευα, Ιάκωβε. Ήμουν τόσο κουτός!

Μη λυπάσαι για τίποτα, απάντη­σε ο Ιάκωβος. Και σκέψου...αν δεν μου είχες πάρει εκείνο το κουνέλι, δεν θα είμασταν τώρα φίλοι.

Ναι, αλλά η συγνώμη σου είναι που άλλαξε τη ζωή μου. Με τη φιλία σου κατάλαβα πως ο Θεός μ' αγαπάει.

Ο δάσκαλος στο σχολείο ήταν ενθουσιασμένος με την αλλαγή του μα­θητή του, που παλιά τον είχε κατατά­ξει στην κατηγορία των ανόητων και τεμπέληδων. Μίλησε με τους γονείς του Γιάννη κι έμαθε την αιτία αυτής της αλλαγής.

Το βράδυ γυρίζοντας σπίτι, το συ­ζήτησε με την γυναίκα του. Χάρηκε κι εκείνη πολύ.

Ξέρεις, νομίζω πως δεν είναι δί­καιο να μοιράζεται συνέχεια ο γιος του ιεροκήρυκα τα κέρδη του με τον Γιάννη, είπε ο δάσκαλος.

— Σωστά, συμφώνησε η γυναίκα του. Γι αυτό μετά τις γιορτές θα πρέ­πει να βρούμε μια καινούργια δουλειά στον Γιάννη. Δε μου λες, εσύ που υ­ποφέρεις από ρευματισμούς, δεν θα σ' ευχαριστούσε αν είχες κάποιον να σου σκουπίζει το χιόνι μπροστά από το σπίτι;

Έτσι ο Γιάννης με τον καινούργιο χρόνο άλλαξε δουλειά. Και η δουλειά αυτή δεν λείπει ποτέ, γιατί στο ορει­νό χωριό που ζούνε, το χιόνι είναι πιστό στο ραντεβού του με τον χει­μώνα.

«Όταν θα λιώσει σκέφτεται ο Γιάν­νης, θα χάσω τη θέση μου. Αλλά για­τί να νοιάζομαι; Ξέρω ότι ο Θεός φρο­ντίζει για μένα. Μου έχει ήδη δώσει πολλές αποδείξεις γι' αυτό.