Η Βίβλος μέσα σε
ένα τοίχο
Πριν
από εκατόν πενήντα χρόνια περίπου, προτού το τούνελ του Αγίου Γοτθάρδου κατασκευαστεί, όλοι όσοι ταξίδευαν από τη Ιταλία
προς την Ελβετία και αντιστρόφως, όφειλαν να περάσουν τα στενά του Αγίου Γοτθάρδου πεζοί και αυτό απαιτούσε πολύ χρόνο.
Εκείνο
τον καιρό λοιπόν οι άνθρωποι ταξίδευαν κατά ομάδες. Έτσι κάποτε μερικοί κτίστες
της περιφέρειας του Λουγκάνο άρχισαν το ταξίδι τους
μαζί για την κεντρική Ελβετία, όπου ήξεραν ότι θα κέρδιζαν περισσότερα χρήματα.
Μεταξύ τους βρισκόταν κι ένας νέος που ονομαζόταν Αντώνιο, ο οποίος άρχισε να
συνομιλεί με μία ηλικιωμένη κυρία που του μίλησε για το Χριστό.
Ο
Αντώνιο δεν ήθελε να ακούσει τίποτα αλλά απάντησε: «Έχουμε τη θρησκεία μας.
Αυτό μας αρκεί».
Εν
τούτοις αυτή η κυρία του πρόσφερε σαν δώρο μια πολύ ωραία δερματόδετη βίβλο.
Εκείνος τη δέχθηκε αλλά απέφευγε να τη διαβάσει.
Όταν
έφθασε στη Γλαρίς εργάστηκε στη κατασκευή μιας
μεγάλης οικίας. Κατά την εργασία του αστειευόταν και βλαστημούσε όπως οι
υπόλοιποι εργάτες. Ενώ ασβέστωναν ένα τοίχο, ανακάλυψε μια οπή που έπρεπε να
κλειστεί. Ξαφνικά θυμήθηκε τη βίβλο που είχε στο σακίδιό του και είπε στους
συντρόφους του: «Να μια καλή φάρσα! Βλέπετε αυτή τη βίβλο; Ε λοιπόν θα τη βάλω
σε αυτή την τρύπα».
Η
βίβλος χώρεσε ακριβώς αλλά το κάλυμμά της σημείωσε μια μικρή βλάβη. «Δείτε! Θα
τη χτίσω με λίγη λάσπη και θα δούμε αν θα μπορέσει ο διάβολος να την
ανακαλύψει».
Μετά
από λίγες εβδομάδες, ο Αντώνιο επέστρεψε στην πατρίδα του δια μέσω των βουνών.
Στις
10 Μαΐου 1861 μια σφοδρή πυρκαγιά κατέκαυσε τη Γλαρίς. Τετρακόσιες ενενήντα οικοδομές καταστράφηκαν. Όλη η
πόλη δεν ήταν πλέον παρά αξιοθρήνητα ερείπια και έπρεπε να ανοικοδομηθεί.
Ένας
κτίστης από τη βόρεια Ιταλία, που τον έλεγαν Γιοβάνη
ανέλαβε να εξετάσει ένα σπίτι που ήταν ακόμη αρκετά καινούργιο και το οποίο
είχε υποστεί μερική καταστροφή. Χτυπούσε εδώ κι εκεί με το σφυρί του σε μια
πλευρά τοίχου που δεν είχε πάθει τίποτα. Ξαφνικά ένα κομμάτι του σοβά
αποσπάστηκε και προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε ένα βιβλίο που είχε εγκλεισθεί
εκεί. Το έβγαλε και ανακάλυψε ότι ήταν μια βίβλος… Πώς έφθασε εκεί! Αυτό του
φάνηκε παράδοξο.
Από
τότε ο Γιοβάνης κατά τις ώρες της ανάπαυσής του
διάβασε με επιμέλεια τη βίβλο. Δεν τα καταλάβαινε όλα… αλλά από τα ευαγγέλια
και τους ψαλμούς έμαθε πώς να προσεύχεται.
Και ο
Θεός έρχεται προς βοήθεια εκείνων που είναι ειλικρινείς. Δε άργησε να καταλάβει
ότι ήταν ένας αμαρτωλός, αλλά και ότι ο Θεός τον αγάπησε και ότι δια της
πίστεως στο πρόσωπο του Χριστού μπορούσε να έχει τη βεβαιότητα της συγχώρησης
των αμαρτιών του.
‘Οταν το Φθινόπωρο ο Γιοβάνης επέστρεψε
στην πατρίδα του και στην οικογένειά του διακήρυξε παντού την καλή αγγελία της
σωτηρίας του.
Όσες
φορές του έμενε καιρός έπαιρνε μια βαλίτσα γεμάτη βίβλους για να διαδώσει την
αγγελία της σωτηρίας στα γειτονικά χωριά. Σε μια από τις περιοδείες του έφθασε
μια μέρα σε μια εμποροπανύγηρη στο χωριό του Αντώνιο
και έστησε τον πάγκο του με τις βίβλους. Ο Αντώνιο που περνούσε από εκεί
σταμάτησε μπροστά στον πάγκο του και είπε: «Ω Αγίες Γραφές! Δε σας έχω ανάγκη.
Αν ήθελα καμιά δεν είχα παρά να πάω στη Γλαρίς όπου
έχω μια κρυμμένη σε ένα τοίχο. Είμαι περίεργος αν ο διάβολος μπόρεσε να τη
βγάλει από εκεί».
Ο Γιοβάνης παρατηρούσε το νέο με σοβαρότητα. Κατάλαβε αμέσως
περί τίνος επρόκειτο και γι’ αυτό του είπε: «Να είσαι προσεκτικός νεαρέ. Μη
χλευάζεις! Τι θα έλεγες όμως αν σου έδειχνα αυτή τη ίδια τη βίβλο;». «Δεν το
πιστεύω» απάντησε ο Αντώνιο. «Θα αναγνώριζα αμέσως τη Βίβλο μου γιατί την έχω
σημαδέψει. Και το επαναλαμβάνω. Ούτε ο διάβολος δε θα την έβγαζε έξω από τον
τοίχο».
Ο Γιοβάνης έβγαλε τη βίβλο και τον ρώτησε: «Ξέρεις το σημάδι;
Την αναγνωρίζεις αγαπητέ μου φίλε;».
Ο
Αντώνιο αποστομώθηκε όταν είδε τη βίβλο του με το λίγο κατεστραμμένο κάλυμμά
της.
«Τη
βλέπεις; Να είσαι όμως βέβαιος ότι εκείνος που τη βρήκε δεν είναι ο διάβολος
αλλά ο Θεός. Και το έκανε για να σου δείξει ότι Αυτός ζει και θέλει να σε
σώσει».
Όλο
το μίσος του Αντώνιο κατά του Θεού ξέσπασε τότε. Η συνείδησή του τον
έλεγχε και εντούτοις φώναζε στους
συντρόφους του: «Ελάτε φίλοι μου. Τι ήρθε να κάνει εδώ αυτός ο τύπος με τον
πάγκο του και τα θρησκευτικά του βιβλία!».
Και
σε λίγα δευτερόλεπτα ο πάγκος του Γιοβάνη
καταστράφηκε. Ο ίδιος δέχτηκε πολλά χτυπήματα. Έπειτα ο Αντώνιο και οι φίλοι
του εξαφανισθήκαν ανάμεσα στο πλήθος των θεατών.
Από
εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιο ερεθιζόταν περισσότερο και περισσότερο κατά του
Θεού. Αλλά κάποια μέρα που είχε πιει πολύ έπεσε από μια σκαλωσιά. Σοβαρά
τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Μόλις
ο Γιοβάνης το έμαθε του έστειλε μια ωραία ανθοδέσμη
και πήγε και ο ίδιος να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Η καρδιά όμως του
Αντώνιο ήταν σκληρή σαν την πέτρα. Εντούτοις του έκανε μεγάλη εντύπωση η αγάπη
που του έδειξε ο Γιοβάνης. Κάθε εβδομάδα τον
επισκεπτόταν και σιγά σιγά ο Αντώνιο άρχισε να
διαβάζει τη βίβλο. Στην αρχή το έκανε επειδή δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει.
Γρήγορα όμως του γεννήθηκε το ενδιαφέρον.
Μια
ημέρα ο Αντώνιο ανέγνωσε αυτό το εδάφιο: «Υιέ μου μη καταφρονείς την παιδεία
του Κυρίου». Αυτό ταίριαζε στην περίπτωσή του.
Ο
Λόγος του Θεού που έχει τη δύναμη να συντρίβει το βράχο ενήργησε στην καρδιά
του. Αναγνώρισε την κατάστασή του και ομολόγησε τις αμαρτίες του στο Θεό.
Επίσης, έμαθε να πιστεύει με τελεία εμπιστοσύνη στο τέλειο έργο που εκτέλεσε ο
Κύριος Ιησούς επάνω στο σταυρό. Η ψυχή του είχε θεραπευθεί.