ΗΡΩΔΗΣ

 

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

 

ΣΚΗΝΗ Α΄

 

Εσωτερικό ανακτόρου Ηρώδου. Ο Ηρώδης βηματίζει ζωηρά χειρονομεί. Φαίνεται να μιλάει μόνος μου. Μετά στυλώνει το βλέμμα του για πολύ ώρα κάπου από ένα παράθυρο.

 

(Μονόλογος)

 

ΗΡΩΔΗΣ

:

Τί είναι αμαρτία λοιπόν; Μονάχα εγώ αμαρτάνω; Κι αν δεχθώ ότι είναι αμαρτία ποιον τάχα πειράζω; Ποιον; (φωνάζει) Όλοι τούτοι οι θρησκευόμενοι δολοφόνοι με τις μαύρες ψυχές και τις στενές καρδιές, πιο στενές κι από τα λεπίδια τους που στάζουν αίμα αθώο είναι οι άγιοι; Κι εγώ είμαι ο κολασμένος; Γιατί (παραπονιάρικα); Τί σου έχω κάνει; Θέλεις χρυσάφι; Θέλεις ασήμι, θέλεις χρήμα, θέλεις δόξες; Τα έχεις μα τη γέννηση του πατέρα μου. Αλλά γιατί με κυνηγάς; Ιωάννη αν πέσεις στα χέρια μου, αλήθεια σου λέω, δε ψεύδομαι, θα σε πνίξω, θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια. (Φωνάζει) Με τα ίδια μου τα χέρια. (βάζει το κεφάλι του στα χέρια του και κλαίει βουβά). Όμως όχι, όχι την Ηρωδιάδα. (κλαίει) Κανένας δε θα μου πάριε την Ηρωδιάδα (φωνάζει) Κανένας, κανένας, κανένας. (Βηματίζει, σιωπή). Κι όμως, κι όμως. (υπόκωφα) Είναι αμαρτία. Τί δράμα είναι αυτό. (κλαίει) Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να πιστέψει πως μέσα στα λαμπερά τούτα ανάκτορα βασιλεύει η τραγωδία και κάτω από αυτή τη χλαμύδα της δόξας κρύβεται ο πιο βαθύς και μεγάλος ανθρώπινος πόνος.

Γι΄ αυτό Ιωάννη έβαλες εμένα στόχο; Γιατί; Είμαι ο μόνος αμαρτωλός λοιπόν μέσα σ΄αυτό το παθιασμένο από το μίσος λαό; Την Ηρωδιάδα δε θα μου την πάρει κανείς. Κανείς λέω, κανείς. Την αγαπώ. Είναι η ζωή μου. Δε με νοιάζει για το Θεό και για την αμαρτία. Όχι, δε με νοιάζει. Περιφρονώ το κήρυγμα. Περιφρονώ και μισώ τον Ιωάννη και την παρέα των τρελλών που τον συνοδεύουν. Χα…χα…Αυτό είναι. Δε με νοιάζει τι γνώμη έχει ο Θεός, ο λαός, οι ιερείς, οι Φαρισαίοι, ο Ιωάννης. (φωνάζει) Δε με νοιάζει καθόλου. (σιωπή, σκέπτεται). Κι όμως αμάρτησα τώρα. Έτσι είναι, όπως το λέει ο Ιωάννης. Εί-ναι αμα-ρτία-α. Αμαρτία. Ω, πόσο είμαι δυστυχισμένος! Πόσο πολύ, πόσο πολύ! Ποιος θα μου την πάρει την Ηρωδιάδα; Ποιος; Θα πεθάνω; Εσύ Ιωάννη; Θα πεθάνεις. Να, έτσι θα πεθάνεις… Με τα χέρια μου θα σε πνίξω. Όμως γιατί Ιωάννη, γιατί; Γιατί; Τι σου έκανα; Γιατί μου φέρεσαι έτσι; Γιατί δε θέλεις να γίνουμε φίλοι Ιωάννη; Ότι θέλεις θα το έχεις από μένα. Χρήμα θέλεις; Όμως όχι, όχι, μη μου πάριες την Ηρωδιάδα. Δε θέλω να αμαρτάνω. Φοβούμαι την αμαρτία. Φοβούμαι. Αλλά και την Ηρωδιάδα τη θέλω. Τη θέλω. Και το Θεό αγαπώ Ιωάννη, αλλά και την Ηρωδιάδα. Τί δράμα, τί δράμα. Ποιος θα με νοιώσει εμένα λοιπόν; Θεέ μου, Θεέ μου.

(Μπαίνουν φρουροί).

Τί συμβαίνει λοιπόν;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Μεγαλειότατε να ζεις στον αιώνα.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Χαίρε και συ Ιούλιε. Τί νέα μου φέρνεις;

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ο Ιωάννης είχε ένα τρομερά αντιβασιλικό κήρυγμα και επίθεση κατά του προσώπου σου, κοντά στο Ελίμ.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Μαζεύτηκαν χιλιάδες πάλι.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Τι φοβερό… Τί έκαμα… Τί έκαμα στον άγιο του Θεού; Τί έλεγε;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Πάλι το ίδιο κήρυγμα. Δε σου επιτρέπεται να έχεις γυναίκα τη γυναίκα του αδελφού σου. Φωτιά και πυρ και θυμός Θεού θα πέσει επί τον λαό σου και τη βασιλεία του Ηρώδη.

ΗΡΩΔΗΣ

:

(μονολογεί) Πάλι τα ίδια. Πάλι τα ίδια. Η Ηρωδιάδα. Η Ηρωδιάδα μου. Θέλουν να μου την πάρουν. Θέλουν να την πάρουν,. (κλαίει) Να με κάνουν δυστυχισμένο.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Βασιλιά να χτυπηθεί η επανάσταση στη γέννησή της. Όσο ο Ιωάννης ζει το κίνημά του θα μεγαλώσει και θα τινάξει τη βασιλεία. Θα επέμβουν οι Ρωμαίοι. Βασιλιά πρόσεξε.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Κι όμως είναι ο άγιος του Θεού. Είναι ο προφήτης ο παρά Κυρίου. Δε μπορώ, δε μπορώ να πω. Είναι αμαρτία (υπόκωφα) αμαρτία. Όμως είναι μια αμαρτία που την αγαπώ. Την αγαπώ.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ο Ιωάννης πρέπει να σκοτωθεί. Να χτυπηθεί. Είμαστε έτοιμοι.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Όχι – όχι. Ο Ιωάννης λέει αλήθεια. Εγώ μόνο δε μπορώ να ζήσω τη ζωή του Θεού.

 

ΣΚΗΝΗ Β΄

 

Δωμάτιο ανακτόρων. Ανοίγει η σκηνή και συζητούν χαμηλόφωνα δύο φρουροί και ένας ανακτορικός γραμματέας.

 

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ξέρεις, Σέπτιμε – Άννα, αν σε σέβομαι και σε υπολογίζω. Αλλά κάτι τέτοιο που ζητάς, δε θα μπορέσω να το κάνω.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Ξέρεις κι εσύ τι θα πει να πέσεις στη δυσμένεια της Ηρωδιάδας; Το νοιώθεις και το ΄χεις υπολογίσει καλά;

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Το κεφαλάκι μας είναι αλήθεια πως δε το βλέπω καλά στους ώμους μας. (μπρ… τρέμει κωμικά).

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Είπες μια σωστή κουβέντα φρουρέ.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Σε τούτη την περίπτωση το σωστό στέκει και στις δύο μεριές.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Και την Ηρωδιάδα σεβόμαστε και το βασιλιά πρέπει να υπακούσουμε.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Δε μπορείς να πεις πως υπακούς σε κάποιον που δεν αγαπάς.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

(άγρια) και ποιες αποδείξεις έχεις Σέπτιμε – Άννα πως δεν αγαπούμε το βασιλιά; Ποιες λοιπόν; Μα την τιμή του σπαθιού μου τώρα θα σε περνούσα με δαύτο. Να ξέρεις βρωμερέ αυλοκόλακα να λερώνεις τους άλλους.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Να μη μου αγριεύεις κι όταν μιλάω έχω πάντα γερές αποδείξεις.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Να τις ακούσουμε.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Αγαπώ θα πει λογαριάζω και τιμώ αυτόν που αγαπώ. Πως λοιπόν αγαπάτε το βασιλιά σας και μπορείτε να ακούτε αυτόν τον Ιωάννη να του διασύρει την τιμή κατ΄ αυτό τον τρόπο;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Σαν να νοιώθω που θέλεις να καταλήξεις. Για προχώρησε.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Δεν έχω να προχωρήσω. Είναι απλό. (σιγά-σιγά, συνωμοτικά) Μια σπαθιά και όλα τελείωσαν. Όλα… Και η Ηρωδιάδα ξέρει να τιμάει τους ανθρώπους της και ξέρει να πληρώνει εκείνους που τη δουλεύουν (βγάζει από τον κόρφο του ένα σακούλι νομίσματα και τα κουδουνάει). Λοιπόν;

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Δε ξέρω –δε ξέρω. Ο βασιλιάς μπορεί να μην αγαπάει τον Ιωάννη, όμως ξέρω καλά πως σέβεται το κήρυγμά του και τον φοβάται.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Δε ξέρω αν ο βασιλιάς φοβάται ένα τιποτένιο ασκητή, ξέρω πως ο λαός που τον ακολουθεί συμμερίζεται τις κατηγορίες αυτές.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Πιο ξεκάθαρα Σέπτιμε – Άννα.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Ο Ιωάννης θα φύγει από τη μέση. Το απαιτεί το συμφέρον του λαού, το θέλει η Ηρωδιάδα, γιατί αλλιώς ο βασιλιάς στέκει επικίνδυνα στο θρόνο του.

ΗΡΩΔΗΣ

:

(μπαίνοντας) Γιατί σωπάσατε μόλις με είδατε; Τι συμβαίνει;

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Να ζήσεις βασιλιά, δε κουβεντιάζαμε τίποτα άξιο λόγου.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Σκουλήκι της υγρής γης, εσύ. Άνθρωπε με μια μεγάλη γλώσσα, που ξέρει τα θρονιά της εξουσίας και δε μπορεί να σταματήσει να μιλάει.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Αμφισβητεί ο βασιλιάς την αφοσίωσή μου, την πιστότητά μου;

ΗΡΩΔΗΣ

:

Αμφισβητώ πως θα ανακατευτείς κάπου χωρίς να έχεις συμφέρον. Πήγαινε… πήγαινε…

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Οι ειλικρινείς φίλοι που λένε την αλήθεια μοιάζουν με φάρμακο που δίνεται στον άρρωστο. (φεύγει).

ΗΡΩΔΗΣ

:

Εσείς λοιπόν τί γίνεται;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Βασιλιά μου να ζήσεις. Θα σου πούμε όλη την αλήθεια.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Ακούω. Γρήγορα λοιπόν.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Οργανώνεται μια δολοφονική απόπειρα.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Απόπειρα;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ναι, κατά του προφήτη Ιωάννη.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Θεέ μου, Θεέ του Ισραήλ τούτο το μαύρο ερπετό ο Άννας.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Πιο πίσω από τον Άννα είναι η Ηρωδιάδα.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Το καταλαβαίνω. Η Ηρωδιάδα τον μισεί πολύ. Τον μισεί πολύ. Πρέπει να γλιτώσει ο Ιωάννης. Που είναι τώρα;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Νομίζω στα νερά της Ελίμ. Στο πέρασμα Φαρές – Ούλα.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Τι θα κάνουμε τώρα;

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Θα φύγω με την άδειά σου βασιλιά με το άτι μου. Ξημερώνοντας θα είμαι εκεί. Θα του πω να φυλαχθεί.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Συμπάθα με βασιλιά, μα θαρρώ πως είναι αργά πια.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Τι θέλεις να πεις;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ο Σέπτιμος – Άννας ξέρει πια πως το μυστικό του προδόθηκε και το ξέρεις. Ό,τι θα κάμουν, θα το κάμουν απόψε.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Τι προτείνεις λοιπόν;

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Να προλάβουμε να τον συλλάβουμε εμείς. Θα πάρω μαζί μου τριάντα ιππείς και θα πάω να τον συλλάβω. Θα τον φέρω εδώ κοντά μας μέσα στις φυλακές των ανακτόρων. Θα είναι ασφαλισμένος.

ΗΡΩΔΗΣ

:

(αργά) Πα-ρά-τολ-μο. Στα χέρια της Ηρωδιάδας φοβούμαι.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ακούμπησε σε μας με εμπιστοσύνη βασιλιά.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ο Ιωάννης ξέρει ότι είμαστε άνθρωποι του δικαίου. Πολλές φορές του πήγαμε χρήματα και τροφές από τα χέρια σου.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Για να βρίζει ο αφιλότιμος κι αυτός.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Βασιλιά πάρε απόφαση. Μην αργείς. Γρήγορα ό,τι έχει να γίνει ας γίνει.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Ηρωδιάδα μου. Ηρωδιάδα μου, θα της κακοφανεί.

Α΄ ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Μπρος βασιλιά, κάθε ώρα που περνάει είναι πολύτιμη.

ΗΡΩΔΗΣ

:

(αργά, υπόκωφα) Φύγετε λοιπόν.

(Φεύγουν οι φρουροί και μονολογεί)

Δύσκολα γύρω μου όλα και τι να διαλέξω, σαν το Δανιήλ, δε γνωρίζω. Ο Ιωάννης λέει αλήθεια. Ο Ιωάννης μου φέρνει μήνυμα Θεού. Ο Ιωάννης μου καίει σα πυρωμένο σίδερο τη σάρκα. Μου καίει την αμαρτία. Με πονάει τόσο πολύ η αμαρτία, είναι τόσο γλυκιά, τόσο γλυκιά…

 

 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

 

ΣΚΗΝΗ Α΄

 

Δωμάτιο ανακτόρων. Αδειανό. Μπαίνει ξαφνικά ο Ηρώδης. Ακούγονται γέλια, φωνές, τραγούδια, τσουγκρίζουν ποτήρια.

 

ΗΡΩΔΗΣ

:

(μονόλογος) Τέλος. Τέλος. (φωνάζει σαν τρελός). Τέεεεεεεελοοοοοοςς. Ο Ιωάννης θα πεθάνει. Η φωνή του Θεού θα σβήσει. (πιάνει το λαιμό του) Κάτι με πνίγει. Η φωνή του Ιωάννη δε θα ακουστεί. Δε θα με απειλεί, δε θα με βρίζει πια. Θα χαρώ. Ναι, θα χαρώ. Ναι, ναι, ναι, θα χαίρομαι. Μα όχι –όχι. Φοβούμαι, κερδίζω την Ηρωδιάδα και χάνω τη ψυχή μου. Ω, πόσο είμαι δυστυχισμένος. Πόσο πολύ, πόσο. (κλαίει. Τα τραγούδια ηχούν) Απόψε στα γενέθλιά μου οι ατμοί του κρασιού με ζαλίζουν. Μήπως κοιμάμαι; Η Σαλώμη χορεύει. (υπόκωφα) Χορεύει. (Ακούγονται τραγούδια. Μακρά σιωπή). Είμαι ο δολοφόνος της αλήθειας. (σιωπή) Ξέρω την αλήθεια. (σιωπή) Την περιφρονώ. Την έδιωξα. Προτίμησα την Ηρωδιάδα από τον Ιωάννη. (σιωπή) Αγάπησα την αμαρτία πιο πολύ από το Θεό. (σιωπή) Προτίμησα το σκοτάδι από το φως. Σκότωσα την αλήθεια. Ω, δυστυχία μου. (παραπατεί).

(Μπαίνει η Ηρωδιάδα)

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

Εδώ είσαι λοιπόν;

ΗΡΩΔΗΣ

:

Με κυνηγάς;

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

Δειλέ, οι ξένοι σου σε γυρεύουν.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Είναι μεθυσμένοι.

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

(τον πλησιάζει στο πρόσωπο). Πρόσεξε γιατί αν δε μπει μέσα στο σαλόνι του συμποσίου, χάνεις τον Ιωάννη σου, χάνεις και μένα.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Ω, μη, μη (κλαίει).

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

Πέρνα μέσα λοιπόν κοπέλι του βρωμερού προφήτη.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Μη, μη τον Ιωάννη. Η φωνή της ερήμου θα σβήσει.

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

Η φωνή που σε έβριζε και σε ξεφτίλιζε. Τον αγαπούσες πιο πολύ από εμένα. Αυτόν με την τρίχινη ζώνη. Φταίω εγώ που δε σε χώριζα να φύγω από τη Ρώμη. 

ΗΡΩΔΗΣ

:

Ω, μη το λες κάτι τέτοιο. Μη με κάνεις λοιπόν πιο πολύ δυστυχισμένο.

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

Πάμε.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Παλιάτσε, βάλε τις μπογιές σου στο αποκρουστικό σου πρόσωπο και γέλα, γέλα, γέλα… μπροστά στους μεθυσμένους δολοφόνους σαν όμοιος δολοφόνος κι εσύ. Γέλα…

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

 

Παλεύεις ανάμεσα σε δύο φρονήματα. Είσαι δειλός. Σέρνεσαι πίσω από τη σάρκα σα το χαμένο σκουλήκι και θέλεις να κάνεις και το γενναίο. Μου ψευδοθρησκεύεσαι και συγχρόνως είσαι βουτηγμένος στην ακολασία. Φαντάζεσαι τον εαυτό σου φίλο του Ιωάννη και συγχρόνως τον σκοτώνεις. Χα, χα, χα…

ΗΡΩΔΗΣ

:

Πάψε, πάψε. Πάρε ένα εγχειρίδιο και βύθισέ το στην καρδιά μου, όμως πάψε.

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

Πάμε βασιλιά προφήτη.

(Μπαίνει ένας φρουρός με κουκούλα στο κεφάλι. Φαίνονται τα δυο του μάτια).

Λοιπόν;

ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Ο Ιωάννης πέθανε.

ΗΡΩΔΗΣ

:

(στηρίζεται στον τοίχο). Ω…. φωνή της ερήμου. Φωνή της αλήθειας. Δε θα ξανακουστείς ποτέ. Ω, εγώ σε σκότωσα προφήτη του Αληθινού.

(ενώ κλείνει η αυλαία ακούγεται η φωνή του Ηρώδη)

Ιωάννη, Ιωάννη, Ιωάννη. Χα, χα, χα (γέλια τρελού). Ιωάννηηηηηηη.

 

 

 

 

 

ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

 

ΣΚΗΝΗ Α΄

 

Άλλο δωμάτιο. Ο Ηρώδης μόνος βηματίζει. Μετά για πολλή ώρα κοιτάζει μακριά και στυλώνει το βλέμμα του στο άπειρο.

 

ΗΡΩΔΗΣ

:

Αυτό το σύννεφο. Τί περίεργο. Δεν είναι σύννεφο, σα φάντασμα άσπρο μοιάζει. Είναι ο Ιωάννης… Ναι, αυτός είναι, αυτός. (τρέλα) Αυτός… αυτός… Μη Ιωάννη, μη, συγγνώμη… Ω, είμαι τρελός. (μακρά σιωπή). Ποιος έρχεται; Σταματήστε. Αυτός είναι. Φέρτε λοιπόν φως. Γρήγορα ένα φως. Θα σας κρεμάσω όλους, απόψε. Ένα φως κτήνη, ένα φως.

(Μπαίνουν οι δύο φρουροί της πρώτης πράξης).

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Να ζήσεις βασιλιά.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Κάτι έχεις βασιλιά μου. Κάτι σε βασανίζει.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Κλεισμένος τώρα έξι μήνες με τα νεύρα μου δε έχω άλλη παρηγοριά από εσάς να μου πείτε δύο νέα. Τί γίνεται στον έξω κόσμο;

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Μεγάλος θόρυβος γίνεται για ένα καινούργιο προφήτη.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Ναι;

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Είναι από τη Ναζαρέτ της Ιουδαίας.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Συμπάθα με συνάδελφε μα δεν είναι άδικος ο θόρυβος γύρω από το όνομα αυτό. Έχει δύναμη στα λόγια του. Δύναμη θαυμαστή.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Λοιπόν; Λοιπόν;

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Εγώ είδα θαύματα να γίνονται με τα χέρια του.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Τί λέει ο κόσμος και οι ιερείς;

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Να σου πω βασιλιά, οι ιερείς και οι Φαρισαίοι τον λένε πλάνο.

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Έχουν μεγάλο άδικο.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Άλλοι λένε πως είναι ο Ιερεμίας.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Μη το πιστέψετε.

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Άλλοι λένε πως είναι ο Ησαϊας.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Κι άλλοι λένε πως είναι ένας από τους παλιούς προφήτες του λαού.

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Εγώ άκουσα κάποιον σοβαρό γέρο στο ναό να λέει πως είναι ο Ηλίας.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Να σας πω εγώ περί τίνος πρόκειται; Να σας πω εγώ ποιος είναι;

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Λέγε βασιλιά. Όμως μη ταράζεσαι. Θα σου κάνει κακό.

ΗΡΩΔΗΣ

:

(Βηματίζει άγρια και χειρονομεί) Δεν είναι ο Ιησούς Χριστός αυτός. Όχι δεν είναι. Δεν είναι αυτός ο Ιερεμίας. Ούτε ο Ηλίας. Ούτε ο Ησαϊας. Δεν είναι κανένας προφήτης. Δεν είναι άνθρωπος αυτός της Γαλιλαίας. Δεν έχει κόκαλα.

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Βασιλιά ηρέμησε.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Δεν έχει σάρκα. Ψέματα μου λέτε. Είναι φάντασμα. Ναι, είναι φάντασμα.

Β΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Βασιλιά μου κάθισε για λίγο.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Είναι ο Ιωάννης που εγώ σκότωσα. Είναι εκείνος που ήλθε πάλι για να με βασανίζει. Ω, πνίγομαι πάλι! Μη, Ιωάννηηηηηηηη. Συγγνώμη φωνή της ερήμου…

Α΄ΦΡΟΥΡΟΣ

:

Πιο σιγά βασιλιά.

ΗΡΩΔΗΣ

:

(κλαίει) Ήξερα τη ζωή κι αγκάλιασα το θάνατο. Τα χέρια μου στάζουν αίματα. Αίμα, αίμα, αίμα… Είναι ο Ιωάννης. Αναστήθηκε από τους νεκρούς. Εκείνος, εκείνος είναι. Δεν είναι ο Ιησούς λεγόμενος Χριστός. Δεν είναι κανένας Ναζωραίος. Είναι ο Ιωάννης βγαλμένος από τον Άδη για να με εκδικηθεί. Θεέ μου…

 

ΣΚΗΝΗ Β΄

 

Σκοτεινό δωμάτιο. Μόλις διακρίνεται ο Ηρώδης.

 

ΗΡΩΔΗΣ

:

Με εγκατέλειψαν όλοι. Που είναι οι γλεντοκόποι; Που είναι οι φίλοι μου; Πού εκείνοι που ήπιαν τα κρασιά της Σάμου και τρώγαμε τα ελάφια του Αερμών; Και η Ηρωδιάδα, η γλυκιά αμαρτία; Κι αυτή σπάνια έρχεται να δει το τραγικό δολοφόνο, που έβαλε τα χέρια του στο αίμα του Ιωάννη για αντί την αμαρτία. Και τη ψυχή μου έχασα και η αμαρτία σαν το σκοτάδι ξέφυγε από τα χέρια μου.

(Μπαίνει ο Σέπτιμος – Άννας και πίσω του η Ηρωδιάδα)

Ποιος; Ποιος είναι;

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Εγώ βασιλιά.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Ποιος;

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Ο Σέπτιμος – Άννας.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Όχι, όχι, όχι. Είσαι ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης που σκότωσα. Μη, μη, μη Ιωάννη. Λυπήσου με πλέον. Μη…

(τον πλησιάζει στο πρόσωπο κοντά)

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Βασιλιά να ζεις στον αιώνα.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Λέγε Σέπτιμε, φίδι των δέντρων και σκορπιέ των ποταμίσιων νερών. Τι θέλεις;

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

(σιγά στ΄αυτί) Εμπρός λοιπόν.

ΗΡΩΔΗΣ

:

Συ είσαι η φωνή της Ηρωδιάδας μου; Εσύ; Μίλησέ μου. Μίλησέ μου γλυκιά αμαρτία που έχασα τα πάντα για σένα.

ΣΕΠΤΙΜΟΣ

:

Τα πάντα.

ΗΡΩΔΙΑΔΑ

:

Εμπρός… Εμπρός λοιπόν…

(Ο Σέπτιμος τραβά το ξίφος του και το βυθίζει στο σώμα του βασιλιά).

ΗΡΩΔΗΣ

:

Πεθαίνω σκοτωμένος από το χέρι εκείνης για την οποία σκότωσα. Μου έπρεπε… μου έπρεπε… Προτίμησα τον εχθρό της ψυχής μου από τη φιλία του Θεού, το σκοτάδι από το φως. Ο Ιωάννης… ο Ιωάννης… (πεθαίνει σιγά) Ιωάννης… Ι-ω-ά-ν-ν-η-ς…………..