Ο ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΛΕΠΡΩΝ

 

 

Ο Παύλος Ουίλσον Μπραντ (Paul Wilson Brand), κοί­ταξε νοσταλγικά πίσω στα συννεφιασμένα βουνά. Ε­κεί βρισκόταν το σπίτι του. Οι γονείς του ήσαν ιεραπό­στολοι στην Ινδία, πριν α­κόμα να γεννηθεί εκείνος.

Όταν έγινε εννιά χρό­νων, θυμάται, έφτασε η ώ­ρα του αποχωρισμού. Ο Παύλος έσφιξε τα χείλη του κι ίσα που συγκρατήθηκε για να μην κλάψει.

— Να είσαι καλός μαθη­τής, γιε μου και καλό παι­δί, τούπε καλοσυνάτα η μη­τέρα του.

— Θα ερχόμαστε να σε βλέπουμε όσο πιο τακτικά γίνεται. Αυτό φυσικά δεν ε­ξαρτάται από μας, αλλά από τις ανάγκες του έργου. Είσαι πια μεγάλο παιδί και καταλαβαίνεις. Αυτά τούπε ο πατέρας του, που πάντα συζητούσε με τον Παύλο σα νάταν μεγάλος.

Ο Παύλος πήγε εσωτερι­κός σ' ένα Λονδρέζικο κολλέγιο. Οπωσδήποτε ήταν πολύ δύσκολο για ένα εν­νιάχρονο αγόρι να είναι τό­σο μακριά από τους γονείς του. Φυσικά ερχόντουσαν να τον επισκέπτονται κάθε δυο - τρία χρόνια, αλλά πά­λι έφευγαν γρήγορα για να υπηρετήσουν στον αγρό του Χριστού.

Στα δεκαπέντε του χρό­νια ο Παύλος πληροφορή­θηκε ένα θλιβερό γεγονός μ' ένα τηλεγράφημα, που τού "στείλε η μητέρα του:

«Ο πατέρας σου πέθανε, έγραφε. Ο Θεός όμως, με θέλει να συνεχίσω στο έργο του».

Ο Παύλος πίστευε, ότι ο πατέρας του βρισκόταν στον Ουρανό και κάποια μέρα θα τον ξανάβλεπε. Παρ' όλα αυτά όμως, άρχισε ν’ ανα­ρωτιέται για τη βελτίωση της κατάστασης των άρρω­στων ανθρώπων. Αυτές οι πρώτες ανησυχίες του κι οι προβληματισμοί του αργό­τερα μέστωσαν μέσα του, έ­τσι που αποφάσισε να γίνει γιατρός. Ίσως μ' αυτό τον τρόπο να του δινόταν η ευ­καιρία να σώσει άλλους ανθρώπους από το να πεθά­νουν τόσο νέοι, όσο ο πατέ­ρας του.

Στο Πανεπιστήμιο που φοιτούσε ο Παύλος γνώρι­σε μια πιστή φοιτήτρια με μαύρα σγουρά μαλλιά, μελαχρινή, από τη Νότια Α­φρική. Τ’ όνομα της ήταν Μαργαρίτα. Όταν αποφοί­τησαν, αποφάσισαν να παν­τρευτούν.

Εκείνες τις μέρες κάποι­ος παλιός οικογενειακός φί­λος, ιεραπόστολος, γύρισε από την Ινδία. Ήταν ο για­τρός Ρόμπερτ Κοχρέιν, που διεύθυνε το Χριστιανικό Κολλέγιο της Ιατρικής και το Νοσοκομείο στη Βελόρ, της Ινδίας.

— Χρειαζόμαστε νέους ι­εραποστόλους γιατρούς, εί­πε στο ζεύγος Μπραντ. Ί­σως ο Θεός, σας θέλει να βο­ηθήσετε στο έργο του.

Ο Παύλος με τη σύζυγο του, αφού προσευχήθηκαν, αποφάσισαν να εργαστούν στο έργο του Χριστού, στις Ινδίες. Η πρώτη που τους συνάντησε με φανερή συ­γκίνηση, μόλις έφτασαν, ή­ταν η μητέρα του Παύλου. Μετά από λίγο καιρό, ο γιατρός Κοχρέιν, πρότεινε στον Παύλο ν' αναλάβει το τμήμα των λεπρών. Ήταν ένα τμήμα με ιδιαίτερες α­νάγκες γιατί είχε αρκετούς, που ήταν στο προχωρημένο στάδιο αυτής της αρρώστιας. Εξάλλου ήθελε κάποιο νέο σ' αυτή τη θέση, που θά 'χε όλη την αποφασιστικότητα να παλέψει με μια τόσο φο­βερή αρρώστια.

— Πρέπει να τους κρατά­με σ' απομόνωση αυτούς τους αρρώστους, του εξή­γησε. Πολλοί εδώ στην πε­ριοχή νομίζουν, πως η λέ­πρα είναι μεταδοτική κι ε­πιδημική όπως η ιλαρά. Ό­πως ξέρεις όμως, δεν συμ­βαίνει αυτό στην πραγματι­κότητα. Αλλά δε βλάπτει να κρατάμε και ορισμένες προφυλάξεις.

Από τις σπουδές του ήξε­ρε ο Παύλος, ότι η λέπρα ε­πηρεάζει το δέρμα, το νευ­ρικό σύστημα και τους μύες του σώματος. Από με­λέτες και παρατηρήσεις που έκανε ο ίδιος, διαπίστωσε πως τα πόδια και τα χέρια μερικών αρρώστων, ήταν εντελώς παραμορφωμένα.

— Γιατί να γίνονται έτσι; ρώτησε το διευθυντή.

— Η επιστήμη μέχρι τώ­ρα δεν έχει βρει την αιτία αυτής της παραμόρφωσης, απάντησε ο γιατρός Κοχρέ­ιν. Γιατί δεν κάνεις, Παύλε, μια έρευνα πάνω σ' αυτό το θέμα;

Έτσι, ο Παύλος διάλεξε μερικούς ασθενείς κι άρχι­σε εντατική παρακολούθη­ση. Στην αρχή παρατήρησε, ότι οι μύες τους άρχισαν να παραλύουν. Κατόπι ζή­τησε από το γιατρό Κοχρέ­ιν να του στείλει τον άρρω­στο, που ήταν στο πιο προ­χωρημένο στάδιο της λέ­πρας. Ο διευθυντής του έ­στειλε ένα παραμορφωμένο άντρα, που τα χέρια του ή­σαν σαν νύχια ζώου και τα πόδια του γεμάτα κόκκαλα, που ξεχώριζαν άσχη­μα στο δέρμα του. Θα μπο­ρούσαμε να πούμε, πως ή­ταν σχεδόν σκελετωμένος.

— Κάνε ό,τι θέλεις στο σώμα μου, είπε απελπισμέ­να ο άρρωστος στο γιατρό Παύλο. Τα χέρια μου δεν μ' εξυπηρετούν σε τίποτα και δεν τα αισθάνομαι κα­θόλου.

Ο γιατρός βρήκε ένα μυ, που δεν είχε προσβλη­θεί ακόμα από την αρρώ­στια κι έκανε μια χειρουρ­γική επέμβαση. Χώρισε τον υγιή μυ και τον έβαλε ανάμεσα σε δυο καταστραμμένα δάχτυλα. Ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα, ο άρρωστος μπορούσε μ' αυ­τά τα δάχτυλα να κάνει δι­άφορες κινήσεις, όπως να μαζεύει ξυλαράκια, να πιάνει διάφορα μικροαντικεί­μενα κι άλλα. Στη συνέχεια ο Παύλος βρήκε κι άλλο γερό μυ και με την ίδια επέμβαση διόρθωσε κι άλλα δάχτυλα, που μέχρι τότε ή­ταν άχρηστα. Η χειρουργι­κή επέμβαση είχε πετύχει! Ο Κύριος είχε οδηγήσει το χειρουργικό νυστέρι του Παύλου, που προσπαθούσε να καλυτερέψει την κατά­σταση αυτών των ανθρώπων.

Αργότερα, ο Παύλος άρ­χισε ν' αναζητά την αιτία, που καταστρέφει κι αχρη­στεύει τα δάχτυλα των λε­πρών. Δεν μπορούσε να πι­στέψει, ότι μοναδική αιτία γι αυτή την καταστροφή, ήταν μονάχα η αρρώστια τους. Άρχισε να τους πα­ρακολουθεί πιο συστηματι­κά, ώσπου μια μέρα παρα­τήρησε ένα παιδί, που έπα­σχε απ' αυτή την αρρώστια. Προσπαθούσε να γυρίσει το κλειδί σε μια παλιά, σκου­ριασμένη κλειδαριά. Αφού στην αρχή δυσκολεύτηκε, μετά από λίγο, πρόσεξε, ότι έτρεχε αίμα από το δάχτυλο του. Τότε άρπαξε το χέρι του παιδιού και διαπίστω­σε πως το 'χε κόψει, αλλά περίεργα το παιδί δεν πο­νούσε. Τώρα πια κατάλαβε την απάντηση. Οι λεπροί δεν αισθάνονται τον πόνο στα άκρα τους και τα κατά­στρεφαν, επειδή δεν μπο­ρούσαν να νιώσουν τον πό­νο, όταν τραυματίζονταν.

 Ο γιατρός Παύλος οπωσ­δήποτε, δεν μπορούσε να γιατρέψει τα δάχτυλα, που είχαν πια κοπεί. Ήταν δυ­νατό όμως να τους προφυ­λάξει από μελλοντικούς τραυματισμούς. Γι αυτό, πήρε εργάτες κι επιδιόρθω­σε όλα τα εργαλεία ή οτιδήποτε άλλο χρησιμοποιού­σαν οι άρρωστοι. Μετά άπ' αυτό οι λεπροί απέφευγαν τις πληγές στα δάχτυλα τους.

Άρχισε ακόμα να βρίσκει καινούργιες μεθόδους για να κάνει πλαστική εγχείρι­ση στους λεπρούς για να μη φαίνονται τόσο αποκρου­στικά τα δάχτυλα τους. Τους εκπαίδευε, πώς να χρησι­μοποιούν πάλι τα χέρια και τα πόδια τους. Έτσι βοήθη­σε σημαντικά στη βελτίωση της υγείας τους.

Ο γιατρός Μπραντ πέθανε το 2003, σε ηλικία 88 ετών. Μέχρι τα εβδομήντα χρόνια του ήταν ένας από τους πιο τιμημένους για­τρούς - ιεραποστόλους. Ο ίδιος παραδεχόταν «πως η ευ­χαριστία ανήκει στον Θεό, που τού έδωσε αυτή την έμ­πνευση και χιλιάδες λεπροί ζουν τώρα μια περσότερο ανθρώπινη ζωή. Θαρρώ, πως όλοι μας συμφωνούμε με την άποψη του.»

Η γυναίκα του Μαργαρί­τα, γιατρός κι εκείνη, είναι διάσημη σαν χειρουργός οφθαλμίατρος. Η μητέρα του, «η γιαγιά Μπραντ», υπηρέ­τησε τον Θεό στις ορεινές περιοχές μέχρι τις τελευταί­ες μέρες της ζωής της. Έ­ζησε σχεδόν έναν αιώνα, υπηρετώντας τον Ιησού.

Όταν τον ρώτησαν για τη δουλειά του, ο γιατρός Παύλος, είπε:

— Προσπάθησα να καλυ­τερέψω τη ζωή των αρρώ­στων και να μεταδώσω την αγάπη του Χριστού, βοηθώ­ντας ειλικρινά τον κάθε άρ­ρωστο άνθρωπο. Αυτό για μένα ήταν, να κάνω το θέ­λημα του Θεού.

Εσύ φίλε μου, που ο Θεός σου χάρισε κάποια ικανότη­τα, την χρησιμοποιείς για να κάνεις το θέλημα του και να δοξάζεται το Άγιο του Όνομα; Δεν είναι αργά, αν αρχίσεις να το κάνεις αυτό από σήμερα. Εμπρός λοι­πόν!