«και το... φίδι έφυγε»
Ο Δαβίδ Μπραίνερντ,
ήταν ένας πιστός υπηρέτης του Θεού. Είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή στο να
υπηρετεί τον Κύριο. Έτσι, μια φορά αποφάσισε να μεταφέρει το μήνυμα του
Ευαγγελίου, σε μια άγρια, λησμονημένη μέσα στη ζούγκλα του Αμαζονίου, φυλή
ερυθροδέρμων.
Ήλθε η μέρα, που επί τέλους έστησε
τη σκηνή του κοντά στον καταυλισμό των ιθαγενών. Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να
προσεύχεται στον Θεό για οδηγία και φως. Τι άλλο μπορούσε να κάμει; Ήτανε,
ήσυχος, ότι η ζωή του βρισκόταν στα χέρια του παντοδύναμου Θεού.
Μόλις όμως η παρουσία του έγινε
αντιληπτή, οι αρχηγοί της φυλής μαζεύτηκαν σε συμβούλιο. Τι ήθελε ένας λευκός
άνθρωπος, ανάμεσά τους;
Και η απόφαση δεν άργησε να παρθεί.
Θα τον σκότωναν με τα φαρμακερά τους βέλη.
Πράγματι, τα καλύτερα παλικάρια της
φυλής, ετοιμάστηκαν. Με τα βέλη στα χέρια, πλησίασαν την καλύβα του λευκού και
κρύφτηκαν πίσω από τους θάμνους. Το σχέδιο ήταν, να χτυπήσουν μόλις ο
ιεραπόστολος θα έβγαινε έξω.
Και περίμεναν.
Μια... δυο... τρεις... τέσσερις
ώρες!.. Τίποτα. Κανένα σημείο ζωής.
Παραξενεμένοι, αποφάσισαν να
πλησιάσουν τη σκηνή και να προσπαθήσουν να δουν μέσα. Όταν πλησίασαν... έμεινα
με το στόμα ανοιχτό! Είδαν τον άνθρωπο αυτό του Θεού, να είναι πεσμένος στα
γόνατα, ενώ... ένα πελώριο φίδι που είχε τρυπώσει στη σκηνή με το στόμα ανοιχτό
και το κεντρί του έξω, αργά και αθόρυβα τον πλησίαζε.
Από τη χαραμάδα της σκηνής και με
κομμένη την ανάσα, οι ιθαγενείς εξακολουθούσαν να βλέπουν.
Το φίδι πλησίασε. Πλησίασε ακόμη
περισσότερο. Είχε τώρα υψώσει το κεφάλι του, έτοιμο να επιτεθεί. Μα... Τι
συνέβηκε, λοιπόν; Ξαφνικά το απαίσιο ερπετό υποχώρησε και σχεδόν τρομαγμένο,
σύρθηκε και βγήκε από την άλλη άκρη της σκηνής.
Οι ερυθρόδερμοι, τα είχαν χαμένα.
Βιάστηκαν να τρέξουν να πουν τα νέα στη φυλή τους. Στο μεταξύ ο Δαβίδ Μπραίνερντ, εξακολουθούσε να προσεύχεται. Διόλου δεν είχε
αντιληφθεί το διπλό κίνδυνο, που τόσο κοντά είχε πλησιάσει σ’ αυτόν. Το φίδι
και οι δολοφόνοι του. Μέσα του, υπήρχε η χαρά που φέρνει η υπόσχεση του Θεού.
«Η παρουσία μου θέλει ελθεί μετά σου» (Έξοδος 33:
14).
Όταν αργότερα ο Δαβίδ Μπραίνερντ σηκώθηκε από
τα γόνατα, πήρε τη Βίβλο του και κατευθύνθηκε προς το χωριό, όπου
ολόκληρη κείνη η φυλή έτρεξε να τον συναντήσει με θαυμασμό και εκτίμηση,
έτοιμοι ν’ ακούσουν και ν’ ανταποκριθούν στην Καλή Αγγελία, που ο αφιερωμένος
αυτός άνθρωπος του Θεού τους έφερνε.
από το παιδικό περιοδικό
ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
Ιούνιος 1968