Μας μιλούν τα ζώα
Έχουμε κι εμείς τα ζώα, το καθένα από μας, τη δική
του ιστορία. Μάλιστα όχι σπάνια η ιστορία μας είναι στενά συνυφασμένη
με τη δική σας, την ανθρώπινη ιστορία, σαν το στημόνι με το υφάδι στον
αργαλειό.
Πόσα θα είχατε αλήθεια να κερδίσετε εσείς οι
άνθρωποι, αν είχατε τη διάθεση και την ταπείνωση, να προσέξετε και τη δική μας
ιστορία, ν’ ακούσετε και τη δική μας ταπεινή φωνή.
Εμείς, λοιπόν, θα κάμουμε το καθήκον μας και θα σας
μιλήσουμε με την απλή γλώσσα που ένα ζώο μπορεί να χρησιμοποιήσει, χωρίς
κομπασμούς και επιτήδευση, και εσείς κρίνετε.
Κάτι θα έχετε να διδαχθείτε και από τη ζωή μας,
πιστεύουμε.
Εξ άλλου εσείς πολλές φορές δε λέτε: «άκακος σαν αρνί»... «υπομονετικός σαν το γάιδαρο»...
«πιστός σαν το σκύλο»... «αγνός σαν το περιστέρι»... και τόσα άλλα!
Ακούστε λοιπόν, τούτη τη φορά την ιστορία που ένα
μέλος της μεγάλης μας ζωοοικογένειας θα σας διηγηθεί.
Το φίδι.
Η ιστορία μου παιδιά είναι πολύ μεγάλη και πολύ
παλιά. Τόσο παλιά και τόσο τραγική, όσο και η ανθρώπινη ιστορία.
Ήμουνα κάποτε το φρονιμότερο από όλα τα ζώα του
αγρού. Έτσι μ’ έλεγαν. Και ο τίτλος δε μου είχε δοθεί χωρίς λόγο.
Εσείς τα παιδιά πολύ συχνά χωρίς φρόνηση και δίχως καμιά προφύλαξη, βγαίνετε
στο κίνδυνο μπροστά και την παθαίνετε. Εμείς όμως τα φίδια, είμαστε πιο σοφά.
Βγαίνοντας από την τρύπα μας, πρώτα βγάζουμε την ουρά μας, και μετά, αφού
βεβαιωθούμε πως κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει, βγάζουμε και το κεφάλι. Έτσι, αν
μας παραμονεύει κανένας εχθρός, θα χτυπήσει την ουρά μόνο και όχι το κεφάλι.
Γι’ αυτό υπάρχουν και φίδια κολοβά. Και τα
φοβόσαστε μάλιστα παιδιά. Θα΄πρεπε και να τα
θαυμάζετε. Κάποιος εχθρός τα χτύπησε. Όμως, η φρονιμάδα τους, τους έσωσε τη
ζωή.
Ακόμη και ο Χριστός, κάτι από αυτή τη φρονιμάδα μας
θα ήξερε, όταν έλεγε στους μαθητές Του: να γίνουν απλοί σαν τα περιστέρια και
φρόνιμοι σαν και μας τα φίδια.
Φρόνιμοι, λοιπόν. Μα αυτή η πολλή φρονιμάδα, δε μου
βγήκε σε καλό. Παγίδα υπήρξε στη ζωή μου. Ύψωση και φυσίωση
μου έφερε. Τόσο που αμφισβήτησα και του Δημιουργού μου την αγαθότητα και Τον
συκοφάντησα στους πρώτους ανθρώπους. Τα λόγια μου, θυμάμαι, ήσαν πειστικά και
παραπλανητικά, έτσι που οι άνθρωποι με πίστεψαν και παράκουσαν τη θεϊκή εντολή.
Κείνο το δειλινό, αλήθεια, αξέχαστο θα μείνει και
ζωηρά εντυπωμένο στη μνήμη μου. Ήμουνα το πρώτο που δέχθηκε τη φοβερή κρίση του
Θεού, που ‘μοιαζε με πονεμένο Πατέρα, που με σπαραγμό
θωρεί το παιδί του στο δρόμο της καταστροφής.
Μου είπε: «να είσαι καταραμένο, ανάμεσα σε όλα τα
ζώα του παραδείσου. Στο στομάχι σου να σέρνεσαι και να τρως χώμα όλες τις ημέρες
της ζωής σου. Ο απόγονος της γυναίκας, που απάτησες,
θα σου συντρίψει μια μέρα το κεφάλι».
Η ομορφιά μου χάθηκε τότε μονομιάς. Το κορμί μου
έσκυψε, μάκρυνε, γκρεμίστηκε στη γη. Στη γη, που από τότε και ως τα σήμερα
σέρνεται. Το αίμα πάγωσε στο κορμί μου και παντού άρχισα να γίνομαι
αποκρουστικό, αντιπαθητικό, μισητό.
Και σεις τα απιδιά, δε χάνετε ευκαιρία να δείξετε
τον τρόμο σας και την απέχθειά σας για μένα. Δε σας αδικώ. Όμως, σκέφτομαι,
γιατί; Γιατί το αρνάκι και το πουλάκι, το κουνελάκι και το μικρό ακόμη λιοντάρι
να νιώθει το χάδι σας, ενώ εγώ!..
Κι όπως μου μίλησε ο Θεός, έτσι και γίνηκε.
Θα μου έπαιρνε χρόνο και χρόνο, αν σας διηγόμουνα όλες τις λεπτομέρειες. Όμως, να δυο τρία
περιστατικά μόνο από τη ζωή μου θα σας εξιστορήσω.
Της αμαρτίας σύμβολο γίνηκα. Γι’ αυτό και όταν ο
λαός του Θεού αμάρτησε, φίδια έστειλε ο Θεός να τους εξολοθρεύσει
και όταν αυτοί δήλωσαν τη μετάνοιά τους, πάλι φίδι – χάλκινο αυτή τη φορά –
ύψωσε ο Μωυσής στο στρατόπεδο, σαν μέσο σωτηρίας.
Θα καυχιόμουνα γι’ αυτό το τελευταίο, αν πολύ
αργότερα, δε μάθαινα τη σημασία του. Την εξήγησε σε κάποιο γέρο-Νικόδημο ο
ίδιος ο Χριστός.
«Σαν το φίδι, του είπε, που υψώθηκε στο ξύλο, έτσι
κι Εγώ, βαστάζοντας την ανθρώπινη αμαρτία θα πεθάνω στο σταυρό».
Και πάλι, λοιπόν, και πάντα, με την αμαρτία τ’
όνομά μου είχε συνδεθεί.
Ως και ένας σοφός ανατολίτης βασιλιάς, ο Σολομώντας, όταν θέλησε να φρονιματίσει
τους νέους και να τους δείξει πόσο τα νιάτα του ανθρώπου είναι φευγαλέα και
εφήμερα, απατηλά μάλιστα όταν ξοδεύονται στην αμαρτία, για παράδειγμα τι
νομίζετε πήρε; Τι άλλο από μένα. Είπε:
«Όπως το σούρσιμο του φιδιού στο βράχο κανένα ίχνος
δεν αφήνει, έτσι και ο άνθρωπος στα νιάτα του».
Ήλθε τέλος και η μεγάλη στιγμή. Ο απόγονος της
γυναίκας είχε έλθει. Και όσο κήρυττε και θεράπευε, τόσο ένιωθα την ώρα μου να
πλησιάζει.
Το ίδιο τυφλό μίσος που φώλιαζε στις καρδιές των
Φαρισαίων, μπήκε και σε μένα. Και όσο Τον έβλεπα να υποχωρεί προς το θάνατο,
τόσο μέσα μου τρεμάναβε μια ασχημάτιστη ελπίδα. Να
σηκωνόμουν από το χώμα. Να έβγαινα νικητής, έστω τούτη τη φορά μόνο. Έτσι, μαζί
μ’ όλη τη φανατισμένη ανθρώπινη κουστωδία, ανηφόρισα κι εγώ σερνάμενο στο λόφο.
Άλλοι Τον χτυπούσαν. Πολλοί Τον βλαστήμαγαν. Εγώ σιγά-σιγά Τον πλησίασα και να, Του
δάγκωσα τη φτέρνα. Ας πεθάνει σκέφτηκα, από το κεντρί μου, Αυτός που με
καταράστηκε. Το κεντρί της αμαρτίας, όπως το λέτε σεις οι άνθρωποι.
Μετά αποσύρθηκα και κουλουριάστηκα σε μια νιοσκαμμένη τρύπα στην κορυφή του λόφου. Ζαλισμένο από την
οχλοβοή αποκοιμήθηκα. Όμως για λίγο.
Ξάφνου κάτι σαν πελώριο ξύλινο χοντρό καρφί ένιωσα
να μπήγεται πάνω στο κεφάλι μου. Έκαμα να φύγω. Αδύνατο. Μόνο πρόφθασα να ρίξω μια ματιά και να δω. Πάνω σ’ αυτό το ξύλο
βρισκόταν κρεμασμένος, όπως τότε το χάλκινο ομοίωμά μου, τώρα Αυτός που Του
είχα κεντήσει τη φτέρνα. Ο απόγονος της γυναίκας. Ο Ιησούς.
Και πριν κλείσω μια για πάντα νικημένο τα μάτια
μου, άκουσα από κάποιον φίλο του Σταυρωμένου, που με βουρκωμένα μάτια στεκόταν απέναντι, τούτα τα λόγια:
«Αυτός, θα σου συντρίψει το κεφάλι».
από το παιδικό περιοδικό
ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ
ιούλιος 1966